- αμφίς
- ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α)Ι. επίρρ.1. και στα δύο μέρη2. ολόγυρα3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά4. μεταξύΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί-1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα2. όσον αφορά3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίο τύπος ἀμφί-ς, με σιγματική παρέκταση, απαντά στα έπη και από μία φορά στον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη. Ανάλογες —διαφορετικής προελεύσεως— σιγματικές παρεκτάσεις παρατηρούνται και σε επιρρήματα τής Ν. Ελληνικής (ποτέ-ποτές, τότε-τότες, αντί-αντίς, τάχατε-τάχατες κ.ά.).ΣΥΝΘ. αμφισβητώαρχ.ἀμφίσβαινα, ἀμφισβασίη, ἀμφίσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.